ουροποιητικός

ουροποιητικός
-ή, -ό
1. αυτός που παράγει ούρα
2. φρ. «ουροποιητικό σύστημα»
ανατ. σύστημα οργάνων το οποίο αποτελείται από τους νεφρούς, και από τις απαγωγούς ουροφόρους οδούς, δηλαδή τις νεφρικές κάλυκες και τη νεφρική πύλεο, την ουροδόχο κύστη, τους ουρητήρες και την ουρήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουροποίηση. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Αλ. Μαυροκορδάτο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ουροποιογεννητικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα ουροποιητικά και στα γεννητικά όργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουροποιητικός + γεννητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Ευ. Καλλιοντζή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”